- χείμη
- ἡ, Μη τέχνη τής κατεργασίας τών μετάλλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειμήβοτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «χειμερινή ώρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. τού οποίου το α συνθετικό χειμη (αντί τών αναμενόμενων χειμα ή χειμο , βλ. λ. χειμώνας) ανάγεται στη λ. χεῖμα, ενώ το β συνθετικό βοτος στο ρ. βόσκω (πρβλ. μηλό βοτος, πολύ βοτος)] … Dictionary of Greek
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek